ItalianoGreco


sancìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sanˈʧire]

1 επαληθεύω
2 επιβεβαιώνω
3 επισημοποιώ
4 εξακριβώνω
5 κυρώνω
6 επιδοκιμάζω
7 θεσμοθετώ
8 διατάζω με θέσπισμα
9 επικυρώνω
10 ισχυροποιώ
11 διατάζω δικαστικά
12 θεσπίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---