ItalianoGreco


saporóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sapoˈroso], [sapoˈrozo]

1 φαγώσιμος
2 πικάντικος
3 καυστικός
4 γευστικός
5 λιμπιστικός
6 εύγευστος
7 ορεκτικός
8 ευχάριστος στη γεύση
9 λιγουρευτός
10 αρωματικός
11 νόστιμος
12 πικάντικος στη νόηση
13 πιπεράτος
14 ευχάριστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---