ItalianoGreco


satirìasi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [satiˈriazi]

1 ακατάσχετη τάση για συνουσία
2 νοσηρή υπερδιέγερση για σεξ
3 σατυρίαση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---