ItalianoGreco


sazietà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sattsjeˈta]

1 κορεσμός
2 αηδία από αίσθημα χορτασμού
3 αποστροφή λόγω παραχαὶδέματος
4 αποστροφή λόγω χορτάσματος
5 χόρταση
6 πληρότητα
7 μπούχτισμα
8 κόρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z