ItalianoGreco


sbaràglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbaˈraʎʎo]

1 ολοκληρωτική νίκη
2 εξάρθρωση
3 συντριβή
4 κατατρόπωση
5 διασκορπισμός
6 διάλυση
7 σμπαράλιασμα
8 κατακομμάτιασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z