ItalianoGreco


sbarazzìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zbaratˈtsino]

σκανταλιάρικο παιδί

sbarazzìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zbaratˈtsino]

1 κατεργάρικος
2 ανενδοίαστος
3 μποέμικος
4 αδίστακτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z