ItalianoGreco


sbloccaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zblokkaˈmento]

1 αφαίρεση των μπλόκων
2 ξεμπλοκάρισμα
3 άρση αποκλεισμού
4 απελευθέρωση της αγοράς
5 ξεπάγωμα
6 ελευθέρωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z