scadiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skadiˈmento]
1 εξασθένηση
2 ελάττωση
3 σάπισμα
4 μαρασμός
5 κατάπτωση
6 αποσάθρωση
7 αποσύνθεση
8 αλλοίωση
9 σήψη
10 παρακμή
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skadiˈmento]
1 εξασθένηση
2 ελάττωση
3 σάπισμα
4 μαρασμός
5 κατάπτωση
6 αποσάθρωση
7 αποσύνθεση
8 αλλοίωση
9 σήψη
10 παρακμή
permalink
scadimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android