ItalianoGreco


scadiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skadiˈmento]

1 εξασθένηση
2 ελάττωση
3 σάπισμα
4 μαρασμός
5 κατάπτωση
6 αποσάθρωση
7 αποσύνθεση
8 αλλοίωση
9 σήψη
10 παρακμή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z