ItalianoGreco


scadùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skaˈduto]

1 ξεπερασμένος
2 απαιτητός
3 εκπρόθεσμος
4 περασμένος
5 οφειλόμενος
6 ληξιπρόθεσμος
7 ληγμένος
8 απλήρωτος μετά την προθεσμία
9 υπερήμερος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z