ItalianoGreco


scandagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skandaʎˈʎare]

1 προσπαθώ να μαντέψω διαθέσεις ή απόψεις
2 βρίσκω το βάθος με βολίδα
3 βολιδοσκοπώ
4 σκανταγιάρω
5 ηχοβολίζω
6 βυθομετρώ
7 ψαρεύω κάποιον


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---