ItalianoGreco


scandalóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skandaˈloso], [skandaˈlozo]

1 λιβελογραφικός
2 επαίσχυντος
3 σκανδαλιστικός
4 αισχρός
5 ερεθιστικός
6 που προκαλεί γενική αγανάκτηση
7 υπερβολικός
8 απαίσιος
9 σκαμπρόζικος
10 πιπεράτος
11 δυσφημιστικός
12 πικάντικος
13 πολύ προσβλητικός
14 σκανδαλώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---