ItalianoGreco


scannellàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skannelˈlato]

1 ραβδωτός
2 ξετυλιγμένος
3 αυλακωτός
4 ξηλωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---