ItalianoGreco


scansàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [skanˈsare]

1 αποτρέπω
2 μεταθέτω
3 βάζω στην άκρη
4 μετακινώ
5 απέχω
6 μετατοπίζω
7 αποφεύγω
8 ξεφεύγω
9 κρατώ σε απόσταση
10 ξεφεύγω από δύσκολη θέση
11 λουφάρω
12 φυγομαχώ
13 διαφεύγω
14 βάζω παράμερα

scansarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [skanˈsarsi]

τραβιέμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---