ItalianoGreco


scànso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskanso]

1 αποφυγή
2 αποτροπή
3 διαφυγή
4 αποσόβηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a scanso di equivoci = προς αποφυγήν παρεξηγήσεων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---