scànso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskanso]
1 αποφυγή
2 αποτροπή
3 διαφυγή
4 αποσόβηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskanso]
1 αποφυγή
2 αποτροπή
3 διαφυγή
4 αποσόβηση
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
a scanso di equivoci = προς αποφυγήν παρεξηγήσεων
scanso (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android