scarnìto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skarˈnito]
1 αποσκελετωμένος
2 αδυνατισμένος πολύ
3 ο χωρίς σάρκα
4 αποστεωμένος
5 σκελετωμένος
6 αχαμνός
7 άσαρκος
8 πενιχρός
9 ισχνός
10 κοκαλιάρης
11 γυμνός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skarˈnito]
1 αποσκελετωμένος
2 αδυνατισμένος πολύ
3 ο χωρίς σάρκα
4 αποστεωμένος
5 σκελετωμένος
6 αχαμνός
7 άσαρκος
8 πενιχρός
9 ισχνός
10 κοκαλιάρης
11 γυμνός
permalink
scarnito (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android