ItalianoGreco


scàrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈskarno]

1 ισχνός
2 οστεώδης
3 πενιχρός
4 αχαμνός
5 σκελετωμένος
6 αποσκελετωμένος
7 αποστεωμένος
8 γυμνός
9 κοκαλιάρης
10 λιπόσαρκος
11 ξερακιανός
12 λιγνός
13 αδυνατισμένος πολύ
14 άσαρκος
15 άπαχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---