scàrto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskarto]
1 χαρτί για ξεσκαρτάρισμα
2 σκουπίδι
3 άχρηστος άνθρωπος
4 άχρηστο πράγμα
5 πεταμένο πράγμα
6 πράγμα για πέταμα
7 άχρηστο κορμί
8 περιθώριο
9 απόκλιση
10 δυνατότητα απόκλισης
11 διαφορά
12 τράτο
13 ολίσθηση
14 σκάρτος άνθρωπος
15 γλίστρημα
16 παραπάτημα
17 πλαγιολίσθηση
18 σκάρτο πράγμα
19 ελαττωματικό πράγμα
20 περιθώριο λάθους
21 λάθος
22 έκταση λάθους
23 απόρριμμα
24 στατιστική απόκλιση λάθους
25 παραπέταμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈskarto]
1 χαρτί για ξεσκαρτάρισμα
2 σκουπίδι
3 άχρηστος άνθρωπος
4 άχρηστο πράγμα
5 πεταμένο πράγμα
6 πράγμα για πέταμα
7 άχρηστο κορμί
8 περιθώριο
9 απόκλιση
10 δυνατότητα απόκλισης
11 διαφορά
12 τράτο
13 ολίσθηση
14 σκάρτος άνθρωπος
15 γλίστρημα
16 παραπάτημα
17 πλαγιολίσθηση
18 σκάρτο πράγμα
19 ελαττωματικό πράγμα
20 περιθώριο λάθους
21 λάθος
22 έκταση λάθους
23 απόρριμμα
24 στατιστική απόκλιση λάθους
25 παραπέταμα
permalink
scarto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android