ItalianoGreco


scervellàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃervelˈlato], [sʧervelˈlato]

1 αλαφρόγνωμος
2 αλαφρόμυαλος
3 άμυαλος άνθρωπος
4 κουφόμυαλος
5 κουφιοκεφαλάκης
6 κουφιοκέφαλος
7 ελαφρόμυαλος

scervellàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʃervelˈlato], [sʧervelˈlato]

ανεγκέφαλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---