ItalianoGreco


schiamàzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skjaˈmattso]

1 φασαρία
2 βοή
3 οχλοβοή
4 πανδαιμόνιο
5 θόρυβος
6 χαχανητό
7 κακάρισμα
8 κρωγμός
9 κράξιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---