schiariménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skjariˈmento]
1 πληροφορία
2 διαφωτισμός
3 διευκρίνηση
4 αποσαφήνιση
5 επεξήγηση
6 διαφώτιση
7 διεκπεραίωση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skjariˈmento]
1 πληροφορία
2 διαφωτισμός
3 διευκρίνηση
4 αποσαφήνιση
5 επεξήγηση
6 διαφώτιση
7 διεκπεραίωση
permalink
schiarimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android