ItalianoGreco


schizzatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skittsaˈtojo]

1 ραντιστήρι
2 τρόμπα κήπου
3 ψεκαστήρας
4 ψεκαστήρα
5 συσκευή ραντίσματος
6 σουλαντιστήρι
7 ποτιστήρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---