scialàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [ʃaˈlare]
1 διασκορπώ (χρήμα)
2 διασπαθίζω
3 καταδαπανώ
4 καταξοδεύω
5 ασωτεύω
6 κατασπαταλώ
7 ξεκοκαλίζω (περιουσία)
8 κατατρώγω (περιουσία)
9 σπαταλώ
10 κατασκορπίζω
11 αφανίζω (περιουσία)
12 κατασωτεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [ʃaˈlare]
1 διασκορπώ (χρήμα)
2 διασπαθίζω
3 καταδαπανώ
4 καταξοδεύω
5 ασωτεύω
6 κατασπαταλώ
7 ξεκοκαλίζω (περιουσία)
8 κατατρώγω (περιουσία)
9 σπαταλώ
10 κατασκορπίζω
11 αφανίζω (περιουσία)
12 κατασωτεύω
permalink
scialare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android