ItalianoGreco


sciàlbo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃalbo]

1 ωχρός
2 πελιδνός
3 ο χωρίς προσωπικότητα
4 ανοιχτόχρωμος
5 ανέκφραστος
6 άχρωμος
7 ξασπρισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---