scintillìo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ʃintilˈlio]
1 αστραπή
2 απαύγασμα
3 αντιφέγγισμα
4 γυαλάδα
5 αστραψιά
6 αστραποβόλημα
7 αντιλάμπισμα
8 αιγλοβολία
9 λάμψη
10 σπινθήρας
11 ανταύγεια
12 αναλαμπή
13 ακτινοβολία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ʃintilˈlio]
1 αστραπή
2 απαύγασμα
3 αντιφέγγισμα
4 γυαλάδα
5 αστραψιά
6 αστραποβόλημα
7 αντιλάμπισμα
8 αιγλοβολία
9 λάμψη
10 σπινθήρας
11 ανταύγεια
12 αναλαμπή
13 ακτινοβολία
permalink
scintillio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android