scioperatàggine
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʃoperaˈtadʤine]
1 ραχατλίκι
2 ραθυμία
3 νωθρότητα
4 φυγοπονία
5 σπαρίλα
6 ρεμπέλεμα
7 μαχμουρλίκι
8 οκνηρία
9 καθισιό
10 τεμπελιά
11 δυσκινησία
12 ακαματοσύνη
13 ακαματιά
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʃoperaˈtadʤine]
1 ραχατλίκι
2 ραθυμία
3 νωθρότητα
4 φυγοπονία
5 σπαρίλα
6 ρεμπέλεμα
7 μαχμουρλίκι
8 οκνηρία
9 καθισιό
10 τεμπελιά
11 δυσκινησία
12 ακαματοσύνη
13 ακαματιά
permalink
scioperataggine (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android