ItalianoGreco


scivolàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃivoˈlata]

1 γλίστρα
2 ολίσθηση
3 γλίστρημα
4 ντελαπάρισμα
5 κατολίσθηση
6 διολίσθηση
7 παραπάτημα
8 ολίσθημα
9 παρεκτροπή
10 ανεμοπορία
11 εξολίσθηση
12 παραστράτημα
13 παρεκτροπή πορείας αεροσκάφους
14 κατρακύλα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---