ItalianoGreco


scivolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃivolaˈmento]

1 διολίσθηση
2 ολίσθημα
3 εξολίσθηση
4 γλίστρα
5 κατρακύλα
6 σπινάρισμα των τροχών
7 ντελαπάρισμα
8 ολίσθηση
9 παρεκτροπή
10 γλίστρημα
11 παραπάτημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---