ItalianoGreco


sconclusionatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skonkluzjonaˈtettsa]

1 ασυναρτησία
2 ανακολουθία
3 ασυνέχεια
4 κατάσταση που δεν φέρνει αποτέλεσμα
5 ασυνέπεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---