ItalianoGreco


sconclusionàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [skonkluzjoˈnato]

1 ασύνδετος
2 παράλογος
3 ξεκάρφωτος
4 περιπλανώμενος
5 αντιφατικός
6 ανακόλουθος
7 ατελέσφορος
8 ασυνεχής
9 ασυνεπής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---