sconfinàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skonfiˈnato]
1 ελεύθερος
2 ασύνορος
3 ασυνόρευτος
4 ατελείωτος
5 αμέτρητος
6 άπειρος
7 αναπαγόρευτος
8 αδέσμευτος
9 απεριόριστος
10 απόλυτος
11 ανεπιφύλακτος
12 ανεξάρτητος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skonfiˈnato]
1 ελεύθερος
2 ασύνορος
3 ασυνόρευτος
4 ατελείωτος
5 αμέτρητος
6 άπειρος
7 αναπαγόρευτος
8 αδέσμευτος
9 απεριόριστος
10 απόλυτος
11 ανεπιφύλακτος
12 ανεξάρτητος
permalink
sconfinato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android