scontróso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skonˈtroso], [skonˈtrozo]
1 εύθικτος
2 ακράχολος
3 μελαγχολικός
4 ακοινώνητος
5 αψίχολος
6 θυμώδης
7 ευέξαπτος
8 αψίθυμος
9 κατσούφης
10 ευερέθιστος
11 οξύθυμος
12 δύστροπος
13 κακόκεφος
14 βλοσυρός
15 κακόθυμος
16 τσαντίλας
17 κακοδιάθετος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skonˈtroso], [skonˈtrozo]
1 εύθικτος
2 ακράχολος
3 μελαγχολικός
4 ακοινώνητος
5 αψίχολος
6 θυμώδης
7 ευέξαπτος
8 αψίθυμος
9 κατσούφης
10 ευερέθιστος
11 οξύθυμος
12 δύστροπος
13 κακόκεφος
14 βλοσυρός
15 κακόθυμος
16 τσαντίλας
17 κακοδιάθετος
permalink
scontroso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android