scoraggiàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skoradˈʤato]
1 κατηφής
2 καταπτοημένος
3 θλιμμένος
4 ντροπιασμένος
5 ταπεινωμένος
6 μελαγχολικός
7 άπελπις
8 αποκαρδιωμένος
9 απελπισμένος
10 αποθαρρυμένος
11 απονενοημένος
12 απογοητευμένος
13 απεγνωσμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [skoradˈʤato]
1 κατηφής
2 καταπτοημένος
3 θλιμμένος
4 ντροπιασμένος
5 ταπεινωμένος
6 μελαγχολικός
7 άπελπις
8 αποκαρδιωμένος
9 απελπισμένος
10 αποθαρρυμένος
11 απονενοημένος
12 απογοητευμένος
13 απεγνωσμένος
permalink
scoraggiato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android