ItalianoGreco


scoraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skoraˈmento]

1 αποκαρδίωση
2 δείλιασμα
3 πτόησις
4 αποδυσπέτησις
5 αποθάρρυνση
6 απελπισμός
7 απογοήτευση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---