scorticàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [skortiˈkare]
1 ληστεύω (στις τιμές)
2 εξαντλώ οικονομικά
3 ανακρίνω πιεστικά
4 απαιτώ υπερβολικές τιμές
5 ξεσκίζω
6 αφαιρώ το δέρμα
7 γδέρνω
8 γρατσουνίζω
9 ξεγδέρνω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [skortiˈkare]
1 ληστεύω (στις τιμές)
2 εξαντλώ οικονομικά
3 ανακρίνω πιεστικά
4 απαιτώ υπερβολικές τιμές
5 ξεσκίζω
6 αφαιρώ το δέρμα
7 γδέρνω
8 γρατσουνίζω
9 ξεγδέρνω
permalink
scorticare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android