scortichìno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skortiˈkino]
1 αγιογδύτης
2 αισχροκερδής
3 τοκογλύφος
4 μαχαίρι εκδοράς
5 εκδορέας
6 γδάρτης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [skortiˈkino]
1 αγιογδύτης
2 αισχροκερδής
3 τοκογλύφος
4 μαχαίρι εκδοράς
5 εκδορέας
6 γδάρτης
permalink
scortichino (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android