ItalianoGreco


scossóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skosˈsone]

1 δόνηση
2 κραδασμός
3 συγκλονισμός
4 τίναγμα
5 τράνταγμα
6 χτύπημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---