ItalianoGreco


scostumàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skostuˈmato]

ακόλαστος άνθρωπος

scostumàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skostuˈmato]

1 κακοαναθρεμμένος
2 ξεσκολισμένος
3 αγενής
4 άξεστος
5 αγροίκος
6 ανήθικος
7 έκδοτος
8 ακόλαστος
9 έκλυτος
10 έκφυλος
11 ασελγής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---