ItalianoGreco


scòtola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskɔtola]

1 μηχανή αποφλοίωσης βαμβακιού
2 κόπανος αποφλοίωσης λιναριού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---