ItalianoGreco


scottàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skotˈtato]

1 απογοητευμένος
2 στενοχωρημένος
3 πικραμένος
4 καμένος
5 ζεματισμένος
6 καψαλισμένος
7 φλογοκαμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---