Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


secentìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [seʧenˈtizmo]

του δεκάτου εβδόμου αιώνα (στυλ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  secentesimo secentista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

secco (ουσ αρσ )
secco (επίθ.)
seccume (ουσ αρσ )
secentesco (επίθ.)
secentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
secentismo (ουσ αρσ )
secentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
secernere (ρ. μτβ.)
secessione (θηλ.ουσ)
secessionismo (ουσ αρσ )
secessionista (ουσ αρσ και θηλ.)
secessionista (επίθ.)
secessionistico (επίθ.)
seco (αντων.)
secolare (ουσ αρσ )
secolare (επίθ.)
secolaresco (επίθ.)
secolarità (θηλ.ουσ)
secolarizzare (ρ. μτβ.)
secolarizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---