Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsecolàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sekoˈlare] 1 λαὶκός (μη κληρικός) 2 αδέσμευτος μοναστικής ζωής secolàre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sekoˈlare] 1 μη κληρικός 2 λαὶκός 3 εγκόσμιος 4 μη εκκλησιαστικός 5 μοναδικός σε ένα αιώνα 6 μοναδικός σε μια εποχή 7 επίγειος 8 προσωρινός 9 πολλών αιώνων 10 κοσμικός 11 προαιώνιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |