Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


secóndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [seˈkondo]

1 (tempo) το δευτερόλεπτο
2 (portata) το δεύτερο πιάτο

secóndo  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [seˈkondo]

κατά

secóndo  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [seˈkondo]

1 δευτερευόντως
2 κατά δεύτερο λόγο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  secondino secondoché  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di seconda mano = μεταχειρισμένος || secondo me = κατά εμέ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

secondare (ρ. μτβ.)
secondariamente (επίρ.)
secondarietà (θηλ.ουσ)
secondario (αρσ. επίθ και ουσ)
secondino (ουσ αρσ )
secondo (ουσ αρσ )
secondo (πρόθ.)
secondo (επίρ.)
secondoché (σύνδ.)
secondogenita (θηλ.ουσ)
secondogenito (αρσ. επίθ και ουσ)
secondolavorista (ουσ αρσ και θηλ.)
secretaire (ουσ αρσ )
secretivo (επίθ.)
secreto (ουσ αρσ )
secreto (επίθ.)
secretore (επίθ.)
secretorio (επίθ.)
secrezione (θηλ.ουσ)
sedano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---