Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsedentàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sedenˈtarjo] άνθρωπος με καθιστική δουλειά sedentàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sedenˈtarjo] καθιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |