ItalianoGreco


sedére  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [seˈdere]

ο πισινός

sedére  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [seˈdere]

1 συμμετέχω
2 συνεδριάζω
3 κείμαι
4 ευρίσκομαι
5 κάθομαι
6 στηρίζομαι
7 ασκώ αξίωμα
8 κάθημαι
9 εδράζομαι
10 κατέχω έδρα ή αξίωμα

sedersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [seˈdersi]

κάθομαι, καθίζω


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sedere a capotavola = κάθουμαι στην κεφαλή του τραπεζιού



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---