ItalianoGreco


segnàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [seɲˈɲale]

το σήμα, το σινιάλο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


segnale [αρσ.] acustico = το ηχητικό σήμα || segnale [αρσ.] di pericolo = το σήμα κινδύνου || segnale [αρσ.] stradale = το οδόσημο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---