Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsemenzàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [semenˈtsajo] 1 σπορείο 2 φυτώριο 3 τόπος για γόνιμη ανάπτυξη 4 πρόσφορο έδαφος 5 πηγή γόνιμης ανάπτυξης 6 οργωμένη γη έτοιμη για σπορά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |