Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [seˈmɛntsa]

1 σπέρμα
2 αιτία
3 σπυρί
4 σπόρος
5 κόκκος
6 φύτρο
7 καταγωγή
8 φύτρα
9 απόγονοι
10 γενιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semente semenzaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semeiologo (ουσ αρσ )
semeiotica (θηλ.ουσ)
semeiotico (επίθ.)
sementa (θηλ.ουσ)
semente (θηλ.ουσ)
semenza (θηλ.ουσ)
semenzaio (ουσ αρσ )
semenzale (αρσ. επίθ και ουσ)
semestrale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semestralità (θηλ.ουσ)
semestralmente (επίρ.)
semestre (ουσ αρσ )
semi– (πρθμ.)
semiacerbo (επίθ.)
semianalfabeta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semianalfabetismo (ουσ αρσ )
semiaperto (επίθ.)
semiarco (ουσ αρσ )
semiasse (ουσ αρσ )
semiautomatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---