Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


servostèrzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,servosˈtɛrtso]

υδραυλικό τιμόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  servosistema sesamo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

servocomando (ουσ αρσ )
servofreno (ουσ αρσ )
servomeccanismo (ουσ αρσ )
servomotore (ουσ αρσ )
servosistema (ουσ αρσ )
servosterzo (ουσ αρσ )
sesamo (ουσ αρσ )
sesamoide (ουσ αρσ )
sesamoide (επίθ.)
sesquiossido (ουσ αρσ )
sesquipedale (επίθ.)
sessa (θηλ.ουσ)
sessagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
sessagesima (θηλ.ουσ)
sessagesimale (επίθ.)
sessagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
sessaggio (ουσ αρσ )
sessanta (επίθ.)
sessantenario (αρσ. επίθ και ουσ)
sessantenne (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---