Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sèssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛssa]

1 παλιρροιακό κύμα
2 περιοδική ταλάντωση λίμνης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sesquipedale sessagenario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sesamo (ουσ αρσ )
sesamoide (ουσ αρσ )
sesamoide (επίθ.)
sesquiossido (ουσ αρσ )
sesquipedale (επίθ.)
sessa (θηλ.ουσ)
sessagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
sessagesima (θηλ.ουσ)
sessagesimale (επίθ.)
sessagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
sessaggio (ουσ αρσ )
sessanta (επίθ.)
sessantenario (αρσ. επίθ και ουσ)
sessantenne (ουσ αρσ )
sessantenne (θηλ.ουσ)
sessantennio (ουσ αρσ )
sessantesimo (ουσ αρσ )
sessantesimo (επίθ.)
sessantina (θηλ.ουσ)
sessile (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---