Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sessantèsimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sessanˈtɛzimo]

ένα εξηκοστό

sessantèsimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sessanˈtɛzimo]

εξηκοστός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sessantennio sessantina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sessanta (επίθ.)
sessantenario (αρσ. επίθ και ουσ)
sessantenne (ουσ αρσ )
sessantenne (θηλ.ουσ)
sessantennio (ουσ αρσ )
sessantesimo (ουσ αρσ )
sessantesimo (επίθ.)
sessantina (θηλ.ουσ)
sessile (αρσ. επίθ και ουσ)
sessione (θηλ.ουσ)
sessismo (ουσ αρσ )
sessista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sesso (ουσ αρσ )
sessola (θηλ.ουσ)
sessuale (επίθ.)
sessualità (θηλ.ουσ)
sessuato (επίθ.)
sessuofobia (θηλ.ουσ)
sessuologia (θηλ.ουσ)
sessuologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---